μεταξωτός

μεταξωτός
-ή, -ό (ΑΜ μεταξωτός, -ή, -όν) [μέταξα]
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μετάξι, ο μετάξινος ή μεταξένιος («μεταξωτό μαντίλι»
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταξωτό(ν)
ύφασμα ή ένδυμα από μετάξι («τόσο πολύ τήν αγαπάει που τήν έντυσε στα μεταξωτά»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) απαλός, τρυφερός, λείος
β) φιλάσθενος, μη μού άπτου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταξωτά
μτφ. το χακί, η στολή τού στρατιωτικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταξωτός — ή, ό ο φτιαγμένος από μετάξι, ο μεταξένιος, ο μετάξινος: Μεταξωτό μαντίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταξωτά — μεταξωτός of silk neut nom/voc/acc pl μεταξωτά̱ , μεταξωτός of silk fem nom/voc/acc dual μεταξωτά̱ , μεταξωτός of silk fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταξωτόν — μεταξωτός of silk masc acc sg μεταξωτός of silk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταξωταί — μεταξωτός of silk fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταξωτοῖς — μεταξωτός of silk masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταξωτοῦ — μεταξωτός of silk masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταξωτῷ — μεταξωτός of silk masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμουχοτζατουνένιος — καμουχοτζατουνένιος, α, ο(ν) (Μ) κατασκευασμένος από καμουχά και τζατουνί*, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς (ύφασμα από μετάξι) + τζατουν ένιος «μεταξωτός» (< τζατουνί[ν] «μετάξι»)] …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκινος — η, ο (Μ βαμβάκινος, η, ον) νεοελλ. βαμβακερός μσν. βομβύκινος, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ ( άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία… …   Dictionary of Greek

  • βομβύκινος — και βαμβάκινος και βαβύκινος, η, ον (Μ) [βόμβυξ (Ι)] μεταξωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”